φθινοπωρίς

φθινοπωρίς
φθῐνοπωρίς f. adj.,
1 ruining the fruit μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (contra LSJ autumnal) P. 5.120

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φθινοπωρίς — an olive fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθινοπωρίς — ίδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. ανώμαλος τ. θηλ. τού φθινοπωρινός 2. (ενν. ἐλαία) ελιά που διατηρείται στην άλμη, κολυμπάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθινόπωρον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μετωπ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • φθινοπωρίδα — φθινοπωρίς an olive fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθινοπωρίδες — φθινοπωρίς an olive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθινοπωρίδι — φθινοπωρίς an olive fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθινοπωρίδος — φθινοπωρίς an olive fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθινοπωρίσιν — φθινοπωρίς an olive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”