- φθινοπωρίς
- φθῐνοπωρίς f. adj.,1 ruining the fruit μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (contra LSJ autumnal) P. 5.120
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
φθινοπωρίς — an olive fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρίς — ίδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. ανώμαλος τ. θηλ. τού φθινοπωρινός 2. (ενν. ἐλαία) ελιά που διατηρείται στην άλμη, κολυμπάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθινόπωρον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μετωπ ίς)] … Dictionary of Greek
φθινοπωρίδα — φθινοπωρίς an olive fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρίδες — φθινοπωρίς an olive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρίδι — φθινοπωρίς an olive fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρίδος — φθινοπωρίς an olive fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινοπωρίσιν — φθινοπωρίς an olive fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)